Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντέρημος, επίθ.· πάντερμος· παντέρμος.
-
- 1)
- α) Εντελώς έρημος, ολομόναχος, εγκαταλειμμένος, στερημένος από κάπ. ή κ.:
- επεριπάτησα με πολλήν ανάγκην και … είμαι παντέρημος (Διγ. Άνδρ. 37015· Θησ. Ϛ́ [25])·
- β) κατεστραμμένος (οικονομικά):
- τά κέρδαισεν (ενν. ο ζαριστής) … τα χάνει και γίνεται παντέρημος (Σαχλ. Á PM 145).
- α) Εντελώς έρημος, ολομόναχος, εγκαταλειμμένος, στερημένος από κάπ. ή κ.:
- 2) (Ειρων. ή υποτιμ. προσφών. και χαρακτηρισμός) δύστυχος, ταλαίπωρος, κακότυχος:
- παντέρημε, τρία 'ν’ τα γένια σου, σπανούριε (Σπανός A 105· Σαχλ. N 324).
- 3) (Προκ. για πάθη) αξιοθρήνητος:
- ψυχές οπού δεν μολύνουνται εις τούτα τα πάθη τα παντέρμα του κόσμου (Πηγά, Χρυσοπ. 90 (17)).
- 4) (Προκ. για δέντρο) απογυμνωμένος, κατάξερος:
- ήτον ξερόν (ενν. το δένδρο), παντέρημον, το φύλλον μαδισμένον (Χούμνου, Κοσμογ. 346).
[<παντ(ο)‑ + επίθ. έρημος. Ο τ. ‑έρμος και η λ. (9. αι.) και σήμ.]
- 1)