Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντέλειος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντέλειος, επίθ.
  • Εντελώς τέλειος, άριστος, άψογος:
    • προσφορά παντέλειος και καθαρά θυσία (Γλυκά, Αναγ. 206).

[μτγν. επίθ. παντέλειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες