Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντέλεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντέλεια, επίρρ.
  • Εντελώς:
    • ιατρεύθη η σάρκα παντέλεια (Αγαπ., Γεωπον. 238).

[<επίθ. παντέλειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες