Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντάπασι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντάπασι [pandápasi] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) εξ ολοκλήρου, παντελώς.

[λόγ. < αρχ. παντάπασι]

[Λεξικό Κριαρά]
παντάπασι, επίρρ., (Διγ. Gr. 1037παντάπασιν, (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1555]παντάπασις, (Συναδ. φ. 57r, 82r, 143r).

[αρχ. επίρρ. παντάπασιν. Ο τ. ‑ις με προσκόλληση τελικού ‑ς. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες