Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντάπαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντάπαν, επίρρ.· παντάπας.
  • α) Εντελώς, ολότελα, τελείως:
    • άστρα τα μικρούτσικα να σκοτισθούν παντάπαν (Διήγ. παιδ. 574· 157
  • β) ολοκληρωτικά, ολοσχερώς:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 801
    • να τον ξεριζώσετε (ενν. τον Τούρκον) παντάπαν αφ’ τον κόσμον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 452).

[<παντ(ο)‑ + επίρρ. άπαν. Ο τ. αναλογ. με τα επιρρ. σε ‑ς. Η λ. στο Steph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες