Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανστρατιά η [panstratxá & panstratiá] Ο24 : α.εκστρατεία με όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας. β. (μτφ.) επιστράτευση, κινητοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναμικού για την επιτυχία ενός σκοπού: Ούτε η ~ κομματικών μελών και απλών ψηφοφόρων δεν απέτρεψε την εκλογική του ήττα.
[λόγ. < αρχ. επιρρηματική δοτ. πανστρατιᾷ `με όλο το στρατό΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανστρατιά η.
-
- (Επιρρ.) με όλο το στράτευμα:
- (Ιστ. πολιτ. 1921).
[αρχ. ουσ. πανστρατιά. Η λ. και σήμ.]
- (Επιρρ.) με όλο το στράτευμα: