Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανούργος, επίθ.· πάνουργος.
-
- α) Δόλιος, πονηρός, πανούργος:
- (Βακτ. αρχιερ. 182), (Δούκ. 16111)·
- β) επιτήδειος, έξυπνος, πολυμήχανος:
- (Χρον. Τόκκων 2080), (Δούκ. 22918).
[αρχ. επίθ. πανούργος. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- α) Δόλιος, πονηρός, πανούργος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανούργος -α -ο [panúrγos] Ε4 : που είναι ικανός να επινοεί οποιοδήποτε δόλιο τέχνασμα· πονηρός και δόλιος: Άνθρωπος μοχθηρός και ~. Γυναίκα πανούργα και ζηλόφθονη.
[λόγ. < αρχ. πανοῦργος]