Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανουργία η [panurjía] Ο25 : η ιδιότητα, η ικανότητα του πανούργου· δολιότητα. || πονηρό και δόλιο τέχνασμα: Φυλάξου από τις πανουργίες του.
[λόγ. < αρχ. πανουργία]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανουργία η· πανουργιά.
-
- Απάτη, τέχνασμα· δολοπλοκία:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 794), (Σταυριν. 579)·
- με τα ψέματα και πανουργιές επιάσα το μέγα τον Αρμάκιο (Ζήν. Γ́ 233).
[αρχ. ουσ. πανουργία. Η λ. και σήμ.]
- Απάτη, τέχνασμα· δολοπλοκία: