Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανοραμικός -ή -ό [panoramikós] & πανοραματικός -ή -ό [panorama tikós] Ε1 : που απλώνεται σε όλο (ή σχεδόν όλο) το πλάτος του ορίζοντα: Πανοραμική θέα / άποψη / εικόνα. Aπό την κορυφή του λόφου είχαμε μια πανοραμική θέα της πόλης. || Πανοραμική θέση, από την οποία μπορεί να έχει κανείς πανοραμική θέα. Πανοραμική κίνηση (κινηματογραφικής μηχανής), γύρω από σταθερό άξονα. || (μτφ.): Πανοραμική θεώρηση μιας ιστορικής περιόδου.
[λόγ. < αγγλ. panoramic < panoram(a) = πανόραμ(α) -ic = -ικός· μεταπλ. κατά το θ. οραματ- της λ. όραμα]