Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανικό το [panikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : (προφ., με περιλ. σημ.) κομμάτια από πανί (ύφασμα), χρήσιμα ή άχρηστα.
[παν(ί) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανικοβάλλω [panikoválo] -ομαι Ρ πρτ. πανικόβαλλα, αόρ. πανικόβαλα, απαρέμφ. πανικοβάλει, παθ. αόρ. πανικοβλήθηκα, απαρέμφ. πανικοβληθεί, μππ. πανικοβλημένος : 1.προκαλώ σε κπ. πανικό: Aντί να τους καθησυχάσει, τους πανικόβαλε ακόμα περισσότερο. 2. (παθ.) καταβάλλομαι, κυριαρχούμαι από πανικό· με πιάνει πανικός: Έως ότου καταλάβω πως άδικα είχα πανικοβληθεί, το κακό πέρασε. Έφυγαν πανικοβλημένοι, πανικόβλητοι.
[λόγ. πανικ(ός) -ο- + βάλλω μτφρδ. αγγλ. throw into panic, panic (panic < αρχ. πανικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανικόβλητος -η -ο [panikóvlitos] Ε5 : που τον έχουν πανικοβάλει, που έχει καταληφθεί από πανικό· πανικοβλημένος: Tο πλήθος έτρεχε πανικόβλητο να κρυφτεί. || που δείχνει, εκφράζει πανικό: Γρήγορα, να φύγουμε, είπε με ύφος πανικόβλητο. Πανικόβλητες φωνές. Πανικόβλητο βλέμμα.
[λόγ. πανικ(ός) -ο- + αρχ. βλητ(ός) `χτυπημένος΄ -ος μτφρδ. αγγλ. panick-stricken]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανικός ο [panikós] Ο17 : η κατάσταση ατόμου ή, συνηθέστερα, συνόλου το οποίο κυριαρχείται από ένα ισχυρότατο συναίσθημα φόβου, εξαιτίας επικείμενου κινδύνου ή απειλής, και έτσι αδυνατεί να σκεφτεί και να ελέγξει τη συμπεριφορά του: Mε πιάνει ~. Kυριεύομαι από πανικό, πανικοβάλλομαι. Προκαλώ πανικό, πανικοβάλλω. Φέρνω / σκορπίζω / σπέρνω τον πανικό. Σκηνές πανικού. Φωνές πανικού. Πράξεις / φαινόμενα πανικού. Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους. Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο. || Ο ~ της ήττας / της αποτυχίας, που προκαλείται από το φόβο ήττας ή ως αποτέλεσμα αυτής. || Ο ~ της φυγής, η κατάσταση σύγχυσης κατά τη φυγή λόγω πανικού.
[λόγ. < αρχ. επίθ. πανικός `που αναφέρεται στο θεό Πάνα΄, επειδή οι θόρυβοι που ακούγονται στα βουνά και στις κοιλάδες αποδίδονταν σ΄ αυτόν]