Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγύρι
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγύρι το [panijíri] Ο44 : 1.ο εορτασμός θρησκευτικής επετείου με συγκέντρωση των πιστών γύρω από το ναό και με τη συμμετοχή τους σε ποικίλες διασκεδαστικές και εθιμικές εκδηλώσεις (χορό, τραγούδι κτλ.): Tο ~ της Παναγίας. Tο ~ του χωριού μας. Tριήμερο ~. 2. γενικά, ομαδική ζωηρή διασκέδαση· γλέντι: Xαρές και πανηγύρια. ΦΡ είναι για τα πανηγύρια, για πρόσωπο με συμπεριφορά ή εμφάνιση ανόητη και γελοία, ή για πράγμα ελεεινής ποιότητας, κατασκευής ή μορφής: Έτσι παρδαλά που ντύνεται είναι για τα πανηγύρια. έγινε του Kουτρούλη* ο γάμος / το ~. 3. (ειρ.) για θορυβώδες επεισόδιο (καβγά, διαπληκτισμό κτλ.) μεταξύ προσώπων, το οποίο προκαλεί το γέλιο των άλλων: Aν μάθουν την αλήθεια ο ένας για τον άλλον, θα έχουμε μεγάλο ~.

[μσν. πανηγύριν (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. πανηγύριον `υπαίθρια αγορά΄ υποκορ. του αρχ. πανήγυρις `γενική συγκέντρωση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
πανηγύρι το,
βλ. πανηγύρι(ο)ν.
[Λεξικό Κριαρά]
πανηγύρι(ο)ν το· παναγύρι(ν)· παναγύριν· πανεγύριν· πανηγύρι· πανηγύριν.
  • 1) Εορταστική συγκέντρωση πλήθους
    • α) προς τιμήν κάπ. θεού:
      • Τα πανηγύρια … διά την τιμήν … και δόξαν του πανάγαθου και μπορεμένου Δία (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [76]
    • β) με την ευκαιρία μιας θρησκευτικής γιορτής:
      • (Διαθ. 17. αι. 9169‑170
    • γ) (συνεκδ.) οι άνθρωποι που μετέχουν σε μια τέτοια συγκέντρωση:
      • εκάψασιν εκεί το μοναστήριν, … που τάγιζεν ξένους και πτωχούς κι όλον το παναγύριν (Θρ. Κύπρ. 68).
  • 2)
    • α) Εμποροπανήγυρη, παζάρι:
      • έπεψέ τον εις ένα παναγύριν κάτι γαδάρους να πουλήσει (Άνθ. Χαρ. (κυπρ.) 124
    • β) (σε μεταφ.):
      • ούτος ο κόσμος πέφυκε λοιπόν ως πανηγύριν. Ως πραγματεύετ’ έκαστος, ούτως απολαμβάνει (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 141).
  • 3) Ομαδικός εορτασμός, διασκέδαση, με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός:
    • απείτις τους νικούσανε (ενν. τους Τούρκους), εκάναν πανηγύρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51815· Μαχ. 9234).

[<ουσ. πανήγυρις. Ο τ. παναγύρι στο Somav.· ο τ. παναγύριν και σήμ. ποντ. και κυπρ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιον) τον 4. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρίζω [panijirízo] Ρ2.1α : (με υποκείμενο πρόσωπο ή, συνηθέστερα, λέξη που δηλώνει σύνολο προσώπων) α. γιορτάζω θρησκευτική γιορτή με πανηγύρι· έχω πανηγύρι: Tο χωριό μας πανηγυρίζει στις 15 Aυγούστου. β. εκδηλώνω δημόσια και με ζωηρό τρόπο ένα έντονο συναίσθημα χαράς ή ικανοποίησης, εξαιτίας ευτυχούς συμβάντος ή γεγονότος· (πρβ. γιορτάζω): Πανηγυρίζουν (για) τη νίκη της ομάδας τους. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη ο λαός πανηγυρίζει για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας τη λήξη του πολέμου. γ. εκφράζω με τρόπο υπερβολικό χαρά ή ικανοποίηση· θριαμβολογώ: Πανηγύριζε για το κατόρθωμά του.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρίζω, αρχ. σημ.: `συμμετέχω σε δημόσια γιορτή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
πανηγυρίζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Μετέχω σε θρησκευτική γιορτή, γιορτάζω·
      • (εδώ μεταφ.):
        • Περί χειροτονουμένων … ότι είναι χρέος τους την ημέραν οπού εχειροτονήθη … να πανηγυρίζει πνευματικά (Βακτ. αρχιερ. 186).
    • 2)
      • α) Συμμετέχω σε δημόσια γιορτή χαράς:
        • έγινε χαρά μεγάλη εις την πόλιν και εις τον Γαλατάν … ότι επανηγύρισαν συν τοις πλησίον χωρίοις (Ιστ. πατρ. 1578‑9
      • β) γιορτάζω, διασκεδάζω:
        • πότε κι εγώ να ευφρανθώ και να πανηγυρίσω (Διγ. O 1923· 2014).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) (Εκκλ.) γιορτάζω, τιμώ
      • α) (μνήμη αγίου):
        • Έτυχε … εορτάζεσθαι και πανηγυρίζειν την μνήμην της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας (Δούκ. 36913
      • β) (εδώ παιγνιωδώς):
        • Άκουε, σπανέ … Πανηγυρίζουσίν σε δε αλλήλοις οι δαίμονες (Σπανός A 321‑2).
    • 2) (Γενικ.) τιμώ, δοξάζω κάπ. πρόσωπο:
      • Πανηγυρίσετε, βοσκοί, σήμερον τ’ όνομά του (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [895]).

[αρχ. πανηγυρίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πανηγυρικός, επίθ.
  • 1) (Προκ. για λόγο) εγκωμιαστικός, επαινετικός·
    • (κατ’ επέκταση) κολακευτικός, υπερβολικός:
      • ο υπερήφανος και πανηγυρικός λόγος έναι απολίτευτος (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
  • 2) (Προκ. για βιβλίο) που περιέχει εορταστικά αναγνώσματα σχετικά με τους βίους και τα μαρτύρια αγίων:
    • (Κώδ. Πάτμου I 89).

[αρχ. επίθ. πανηγυρικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρικός -ή -ό [panijirikós] Ε1 : 1.που γίνεται για να εορταστεί κάποιο ευχάριστο γεγονός, για να εκδηλωθούν τα σχετικά συναισθήματα χαράς, ευαρέσκειας κτλ.· εορταστικός: Πανηγυρική συνεδρίαση. ~ σημαιοστολισμός. Πανηγυρικές εκδηλώσεις. Πανηγυρική έκδοση. 2. που έχει τη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο χαρακτήρα πανηγυριού: Πανηγυρική υποδοχή. Πανηγυρική ατμόσφαιρα. ~ εορτασμός μιας επετείου, λαμπρός. 3. ~ λόγος και συνήθ. ως ουσ. ο πανηγυρικός, είδος ρητορικού λόγου που εκφωνείται σε δημόσια τελετή για τον εορτασμό επετείου ή για τον εγκωμιασμό γεγονότος, πράξης ή προσώπου: Tον πανηγυρικό της ημέρας θα τον εκφωνήσει ο πρόεδρος. πανηγυρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πανηγυρικός]

[Λεξικό Κριαρά]
πανήγυρις η· πανήγερις.
  • 1) Εορταστική συγκέντρωση κόσμου
    • α) προς τιμήν κάπ. θεού:
      • (Βίος Αλ. 3947
    • β) στη μνήμη αγίου ή προς τιμήν αγίου:
      • ο βασιλεύς ορίζει και γίνεται εορτή και πανήγερις της υπεραγίας απού τον ελύτρωσεν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437).
  • 2) Εμποροπανήγυρη, παζάρι:
    • δειν ποιώσι πραγματείας … εις τας της Πελοποννήσου … πανηγύρεις (Ψευδο-Σφρ. 5427 [= Πρόστ. Ανδρ. 58]).
  • 3) Ομαδική γιορτή με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός:
    • Τρεις μήνες την πανήγυριν του γάμου εκρατούσαν (Διγ. O 2101).
  • 4) (Προκ. για πλήθος φυτών που δημιουργεί ευχάριστο θέαμα):
    • (Διγ. Gr. 3155
    • άλση ήσαν δασύτατα και πανηγύρεις δένδρων (Διγ. Z 2769).
  • 5) Φρ. διελύθη η πανήγυρις = προκ. για το βίαιο, άδοξο τέλος της ζωής κάπ.:
    • (Έκθ. χρον. 7618).

[αρχ. ουσ. πανήγυρις. Η λ. και σήμ. (‑η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρίσιος -α -ο [panijirísxos] Ε4 : πανηγυριώτικος.

[πανηγύρ(ι) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρισμός ο [panijirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του πανηγυρίζω· θορυβώδης και ζωηρή ομαδική εκδήλωση ισχυρού συναισθήματος χαράς, ικανοποίησης κτλ.: Ολονύκτιοι πανηγυρισμοί. Οι πανηγυρισμοί της νίκης. Οι πανηγυρισμοί του πλήθους.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες