Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανηγυρικός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για λόγο) εγκωμιαστικός, επαινετικός·
- (κατ’ επέκταση) κολακευτικός, υπερβολικός:
- ο υπερήφανος και πανηγυρικός λόγος έναι απολίτευτος (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
- (κατ’ επέκταση) κολακευτικός, υπερβολικός:
- 2) (Προκ. για βιβλίο) που περιέχει εορταστικά αναγνώσματα σχετικά με τους βίους και τα μαρτύρια αγίων:
- (Κώδ. Πάτμου I 89).
[αρχ. επίθ. πανηγυρικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για λόγο) εγκωμιαστικός, επαινετικός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανηγυρικός -ή -ό [panijirikós] Ε1 : 1.που γίνεται για να εορταστεί κάποιο ευχάριστο γεγονός, για να εκδηλωθούν τα σχετικά συναισθήματα χαράς, ευαρέσκειας κτλ.· εορταστικός: Πανηγυρική συνεδρίαση. ~ σημαιοστολισμός. Πανηγυρικές εκδηλώσεις. Πανηγυρική έκδοση. 2. που έχει τη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο χαρακτήρα πανηγυριού: Πανηγυρική υποδοχή. Πανηγυρική ατμόσφαιρα. ~ εορτασμός μιας επετείου, λαμπρός. 3. ~ λόγος και συνήθ. ως ουσ. ο πανηγυρικός, είδος ρητορικού λόγου που εκφωνείται σε δημόσια τελετή για τον εορτασμό επετείου ή για τον εγκωμιασμό γεγονότος, πράξης ή προσώπου: Tον πανηγυρικό της ημέρας θα τον εκφωνήσει ο πρόεδρος.
πανηγυρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πανηγυρικός]