Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανηγυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρίζω [panijirízo] Ρ2.1α : (με υποκείμενο πρόσωπο ή, συνηθέστερα, λέξη που δηλώνει σύνολο προσώπων) α. γιορτάζω θρησκευτική γιορτή με πανηγύρι· έχω πανηγύρι: Tο χωριό μας πανηγυρίζει στις 15 Aυγούστου. β. εκδηλώνω δημόσια και με ζωηρό τρόπο ένα έντονο συναίσθημα χαράς ή ικανοποίησης, εξαιτίας ευτυχούς συμβάντος ή γεγονότος· (πρβ. γιορτάζω): Πανηγυρίζουν (για) τη νίκη της ομάδας τους. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη ο λαός πανηγυρίζει για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας τη λήξη του πολέμου. γ. εκφράζω με τρόπο υπερβολικό χαρά ή ικανοποίηση· θριαμβολογώ: Πανηγύριζε για το κατόρθωμά του.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρίζω, αρχ. σημ.: `συμμετέχω σε δημόσια γιορτή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
πανηγυρίζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Μετέχω σε θρησκευτική γιορτή, γιορτάζω·
      • (εδώ μεταφ.):
        • Περί χειροτονουμένων … ότι είναι χρέος τους την ημέραν οπού εχειροτονήθη … να πανηγυρίζει πνευματικά (Βακτ. αρχιερ. 186).
    • 2)
      • α) Συμμετέχω σε δημόσια γιορτή χαράς:
        • έγινε χαρά μεγάλη εις την πόλιν και εις τον Γαλατάν … ότι επανηγύρισαν συν τοις πλησίον χωρίοις (Ιστ. πατρ. 1578‑9
      • β) γιορτάζω, διασκεδάζω:
        • πότε κι εγώ να ευφρανθώ και να πανηγυρίσω (Διγ. O 1923· 2014).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) (Εκκλ.) γιορτάζω, τιμώ
      • α) (μνήμη αγίου):
        • Έτυχε … εορτάζεσθαι και πανηγυρίζειν την μνήμην της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας (Δούκ. 36913
      • β) (εδώ παιγνιωδώς):
        • Άκουε, σπανέ … Πανηγυρίζουσίν σε δε αλλήλοις οι δαίμονες (Σπανός A 321‑2).
    • 2) (Γενικ.) τιμώ, δοξάζω κάπ. πρόσωπο:
      • Πανηγυρίσετε, βοσκοί, σήμερον τ’ όνομά του (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [895]).

[αρχ. πανηγυρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες