Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανευτυχής, επίθ.· υπερθ. πανευτυχέστατος· γεν. εν. αρσ. πανευτυχού.
-
- 1)
- α) Πολύ ευτυχισμένος:
- βασιλεύς, …, πλούσιος και πανευτυχής (Θησ. (Foll.) I 6)·
- β) (ο θετ. και υπερθ. του επιθ. ως επίθ. βασιλέων και ευγενών):
- βασιλικῄ προστάξει Ρωμανού του πανευτυχούς (Διγ. Z 1319· Προδρ. II 96‑4 χφ H κριτ. υπ.), (Λίβ. Esc. 4329)·
- γ) (προκ. για νεκρό) αξιομακάριστος:
- (Διγ. Z 4099).
- α) Πολύ ευτυχισμένος:
- 2)
- α) (Προκ. για στρατό) νικηφόρος:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1042)·
- β) (προκ. για τοξότη) ικανότατος, πολύ εύστοχος:
- κυνηγόν πανάριστον, πανευτυχήν δεξιώτην (Βέλθ. 100).
- α) (Προκ. για στρατό) νικηφόρος:
[<παν‑ + επίθ. ευτυχής. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανευτυχής -ής -ές [paneftixís] Ε10 : που είναι ευτυχής από κάθε άποψη και σε μέγιστο βαθμό· τρισευτυχισμένος.
[λόγ. < μσν. πανευτυχής < παν- + ευτυχής]