Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανεράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανεράς ο [panerás] Ο1 : ο επαγγελματίας που κατασκευάζει και πουλά πανέρια.

[πανέρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες