Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανδοχείος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
πανδοχείος, επίθ.
  • (Προκ. για τον Άδη) που «δέχεται» όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους:
    • (Διγ. Z 4510).

[λ. πλαστή <ουσ. πανδοχείον. Πβ. το παλαιότ. επίθ. πάνδοχος (4. αι.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες