Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παναπεί [panapí] : (προφ., ως επεξηγηματικός σύνδεσμος) δηλαδή.
[φρ. πάει να πει με αποβ. του [i] για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάπειρος (I), επίθ.
-
- (Επιτ.) αναρίθμητος:
- πλοία … πανάπειρα και πλείστα (Ερμον. Δ 85).
[<παν‑ + επίθ. άπειρος (<πέρας). Η λ. τον 6. αι.]
- (Επιτ.) αναρίθμητος:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάπειρος (II), επίθ.
-
- Έμπειρος σε όλα, εξαιρετικά έμπειρος:
- (Λεξ. II 238).
[πιθ. ανώμαλος σχηματ. <παν‑ + ουσ. πείρα]
- Έμπειρος σε όλα, εξαιρετικά έμπειρος: