Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παναμώμητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παναμώμητος, επίθ.
  • (Ως επίθ. της Παναγίας) απολύτως άψογος, άμεμπτος:
    • (Ντελλαπ., Στ. θρην. 742).

[<παν‑ + επίθ. αμώμητος. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες