Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανήγυρις
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
πανήγυρις η· πανήγερις.
  • 1) Εορταστική συγκέντρωση κόσμου
    • α) προς τιμήν κάπ. θεού:
      • (Βίος Αλ. 3947
    • β) στη μνήμη αγίου ή προς τιμήν αγίου:
      • ο βασιλεύς ορίζει και γίνεται εορτή και πανήγερις της υπεραγίας απού τον ελύτρωσεν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437).
  • 2) Εμποροπανήγυρη, παζάρι:
    • δειν ποιώσι πραγματείας … εις τας της Πελοποννήσου … πανηγύρεις (Ψευδο-Σφρ. 5427 [= Πρόστ. Ανδρ. 58]).
  • 3) Ομαδική γιορτή με αφορμή ένα σημαντικό γεγονός:
    • Τρεις μήνες την πανήγυριν του γάμου εκρατούσαν (Διγ. O 2101).
  • 4) (Προκ. για πλήθος φυτών που δημιουργεί ευχάριστο θέαμα):
    • (Διγ. Gr. 3155
    • άλση ήσαν δασύτατα και πανηγύρεις δένδρων (Διγ. Z 2769).
  • 5) Φρ. διελύθη η πανήγυρις = προκ. για το βίαιο, άδοξο τέλος της ζωής κάπ.:
    • (Έκθ. χρον. 7618).

[αρχ. ουσ. πανήγυρις. Η λ. και σήμ. (‑η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρίσιος -α -ο [panijirísxos] Ε4 : πανηγυριώτικος.

[πανηγύρ(ι) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυρισμός ο [panijirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του πανηγυρίζω· θορυβώδης και ζωηρή ομαδική εκδήλωση ισχυρού συναισθήματος χαράς, ικανοποίησης κτλ.: Ολονύκτιοι πανηγυρισμοί. Οι πανηγυρισμοί της νίκης. Οι πανηγυρισμοί του πλήθους.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυρισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανηγυριστής ο [panijiristís] Ο7 θηλ. πανηγυρίστρια [panijirístria] Ο27 : αυτός που πανηγυρίζει, συμμετέχει σε πανηγύρι· πανηγυριώτης.

[λόγ. < ελνστ. πανηγυριστής· λόγ. πανηγυρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες