Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανέρι το [panéri] Ο44 : πλατύ και χωρίς μεγάλο βάθος καλάθι.
πανεράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πανέρι < ελνστ. πανάριον < λατ. panari(um) `καλάθι του ψωμιού΄ -ον ( [a > e] από επίδρ. του παλ. ιταλ. (διαλεκτ.) paner)]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανέρι το· πανιέρι.
-
- Πλατύ και αβαθές καλάθι:
- επτά πανέρια γεμάτα (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ιέ 37).
[<μεσν. λατ. panerium. Λ. πανάριον <λατ. panarium ήδη μτγν. Ο τ. (<ιταλ. paniere) και σήμ. κρητ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Πλατύ και αβαθές καλάθι: