Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανέμορφος, επίθ.,
- βλ. πανεύμορφος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανέμορφος -η -ο [panémorfos] Ε5 : πάρα πολύ όμορφος, όμορφος από κάθε άποψη· ωραιότατος: Πανέμορφη κοπέλα. Πανέμορφα μάτια. Πανέμορφο τοπίο.
[μσν. πανεύμορφος με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < παν- + εύμορφος (δες στο έμορφος)]