Παράλληλη αναζήτηση
68 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανέ [pané] Ε (άκλ.) : για έδεσμα από κρέας που το ψήνουν ή το τηγανίζουν αφού πρώτα το πασπαλίσουν με τριμμένη φρυγανιά: Mυαλά ~. Xοιρινό / κοτόπουλο ~.
[λόγ. < γαλλ. pané]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανέγγλυπτος, επίθ.· πανέγλυπτος.
-
- Σκαλισμένος από όλες τις πλευρές, ολόγλυφος:
- αγάλματα πανέγλυπτα (Βυζ. Ιλιάδ. 61).
[<παν‑ + αρχ. εγγλύφω]
- Σκαλισμένος από όλες τις πλευρές, ολόγλυφος:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανεγύριν το,
- βλ. πανηγύρι(ο)ν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανεθνικός -ή -ό [paneθnikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε όλο το έθνος.
[λόγ. παν- + εθνικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανέκλαμπρος, επίθ.· υπερθ. πανεκλαμπρότατος.
-
- 1) (Προκ. για ένδυμα) υπερβολικά πολυτελής, φανταχτερός:
- στολές … πανέκλαμπρες (Θησ. Β́ [234]).
- 2) Ο υπερθ. ως τιμητική προσηγορία:
- την σύγκλητον την πανεκλαμπροτάτη (Κορων., Μπούας 67).
[<παν‑ + επίθ. έκλαμπρος. Επίρρ. πανεκλάμπρως στον Κουμαν.]
- 1) (Προκ. για ένδυμα) υπερβολικά πολυτελής, φανταχτερός:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανεκλεκτός, επίθ.
-
- Που ξεχωρίζει σε μεγάλο βαθμό, διαλεχτός, εξαίρετος:
- φουσσάτον πανεκλεκτόν (Παλαμήδ., Βοηβ. 141).
[<παν‑ + επίθ. εκλεκτός]
- Που ξεχωρίζει σε μεγάλο βαθμό, διαλεχτός, εξαίρετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνελ το [pánel] Ο (άκλ.) : ομάδα ατόμων που συζητά και εξετάζει, σε δημόσια εμφάνισή της, ορισμένο θέμα: Στο ~ της αποψινής μας εκπομπής συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων.
[λόγ. < αγγλ. panel]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανελλαδικός -ή -ό [panelaδikós] Ε1 : που αναφέρεται, γίνεται ή εκδηλώνεται σε όλη την Ελλάδα· (πρβ. πανελλήνιος): Πανελλαδική κινητοποίηση αγροτών. Πανελλαδικές εξετάσεις, των υποψηφίων για τα ανώτατα και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πανελλαδική απεργία. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλαδική κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα.
πανελλαδικώς & πανελλαδικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παν- + ελλαδικός· λόγ. πανελλαδικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πανέλληνες οι [panélines] Ο5 : όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα από τον τόπο γέννησης και διαμονής τους (χρησιμοποιείται συνήθ. σε λόγο και ύφος με εθνεγερτικό και υμνητικό χαρακτήρα): Οι ένδοξοι αγώνες των Πανελλήνων.
[λόγ. < αρχ. Πανέλληνες, ελνστ. σημ.: `σύνδεσμος των ενωμένων Ελλήνων΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανελλήνιο το [panelínio] Ο40 : το σύνολο των Ελλήνων, όλοι γενικώς οι Έλληνες: Είναι γνωστός στο ~ / ανά το ~, σε πανελλήνια κλίμακα, πανελληνίως. Γελά το ~ με τα καμώματά του, όλος ο κόσμος.
[λόγ. < ελνστ. Πανελλήνιον ναός του Πανελλήνιου Δία (η σημ. κατά το πανελλήνιος)]