Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανάρχαιος -η -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανάρχαιος -η / -α -ο [panárxeos] Ε5, Ε6 : πάρα πολύ αρχαίος· αρχαιότατος: Πανάρχαια χρόνια. Πανάρχαιη εποχή. Πανάρχαια ήθη. Πανάρχαιοι μύθοι.

[λόγ. < ελνστ. παναρχαῖος και προσαρμ. στη σύνθ. της δημοτ. με μετακ. του τόνου]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go