Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάρετος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανάρετος, επίθ.
  • Ενάρετος σε υπέρτατο βαθμό·
    • (εδώ το αρσ. ως κύρ. όν.):
      • (Ερωφ. Ά 58).

[μτγν. επίθ. πανάρετος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανάρετος -η -ο [panáretos] Ε5 : (λόγ.) ολωσδιόλου, από κάθε άποψη ενάρετος.

[λόγ. < ελνστ. πανάρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες