Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανάκεια η [panákia] Ο27 : 1.φάρμακο που υποτίθεται ότι θεραπεύει κάθε ασθένεια. 2. (μτφ.) για ό,τι θεραπεύει, εξυγιαίνει, επανορθώνει κτλ. όλα τα κακώς έχοντα: Kανένα πολιτικό πρόγραμμα δεν αποτελεί την ~ των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων.
[λόγ. < ελνστ. πανάκεια, αρχ. Πανάκεια κόρη του θεού Aσκληπιού, προστάτη της ιατρικής]