Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάθλιος, επίθ.
-
- α) Εντελώς άθλιος, πολύ δυστυχισμένος:
- (Ερμον. Ω 234), (Διγ. Z 1210)·
- (προκ. για πόλη):
- (Notizb. 82)·
- β) (για την ψυχή) πολύ αμαρτωλή, ελεεινή:
- (Εις Θεοτ. 51).
[αρχ. επίθ. πανάθλιος. Η λ. και σήμ.]
- α) Εντελώς άθλιος, πολύ δυστυχισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανάθλιος -α -ο [panáθlios] Ε6 : που είναι εντελώς άθλιος.
[λόγ. < αρχ. πανάθλιος]