Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάθεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανάθεμα [panáθema] : επιφωνηματική λέξη που συντάσσεται με έναρθρη αιτιατική ονόματος ή συνηθέστερα αντωνυμίας και εκφράζει την έντονη αγανάκτησή μας για κτ. που μας έχει συμβεί ή για κπ. που είναι ο αίτιος της δυστυχίας μας· αναθεματισμένος, καταραμένος να είναι: ~ την ώρα και τη στιγμή που τον συνάντησα. ~ την τύχη μου· μέρα καλή δεν είδα. || συνήθ. μαζί με πρόταση που δηλώνει μια αντίστοιχη ευχή ή επιθυμία: Έλα εδώ, πανάθεμά σε.

[< φρ. π(ου) ανάθεμα (να έχει)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παναθεματίζω [panaθematízo] -ομαι Ρ2.1α μππ. παναθεματισμένος : καταριέμαι, αναθεματίζω. 1. εκφράζω για κπ. ή για κτ. τη δυσφορία ή την αγανάκτησή μου: Παναθεμάτιζαν την τύχη τους που τους έριξε σ΄ αυτόν τον άξενο τόπο. 2. (μππ.) α. (σε έκφρ. κατάρας): Παναθεματισμένοι να ΄ναι που σου έκαναν τέτοιο κακό, καταραμένοι να είναι. β. (σε επιφωνηματικές εκφράσεις που δηλώνουν δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ. που έγινε ή γίνεται ή δε γίνεται, και μια αντίστοιχη επιθυμία ή ευχή): Bρε παναθεματισμένε, θα κάτσεις φρόνιμα; Έλα δω, παναθεματισμένε, που να είσαι αναθεματισμένος, αναθεματισμένε.

[συμφυρ. πανάθεμα + (αναθε μα)τίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες