Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάγιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανάγιος, επίθ.· θηλ. Παναγία· Παναγιά· υπερθ. παναγιότατος.
  • 1) Άγιος στον υπέρτατο βαθμό:
    • (Φυσιολ. 3573
    • η πανάγια Θεοτόκος (Διαθ. Νίκωνος 256152).
  • 2)
    • α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους:
      • Το … παναγιότατον βήμα της εκκλησίας (Προσκυν. Ιβ. 535 319
      • τα πέπλα της Τρaπέζας της παναγίας (Ανακάλ. 111
    • β) (προκ. για πόλη) ιερότατος:
      • (Ανακάλ. 104
      • Σιών της παναγίας (Ανακάλ. 100).
  • 3) Εξαιρετικά σεβαστός, σεπτός (σε συνεκδ.):
    • τα κορμία πέσαν, εκείνα τα πανάγια και δοξασμένα (Αχέλ. 1103).
  • 4) (Συν. στον υπερθ.)
    • α) τιμητική προσηγορία και προσφών. του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως:
      • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [4]
    • β) προκ. για τον πάπα:
      • άγιε και πανάγιε και κορυφή της Ρώμης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 633· 604).
  • Το θηλ. ως ουσ. =
    • 1) Η Θεοτόκος:
      • (Βεντράμ., Γυν. 215).
    • 2) (Συνεκδ.)
      • α) εικόνα της Παναγίας:
        • στην εκκλησίαν, οπού 'ν’ ο τίμιος σταυρός κοντά στην Παναγίαν (Θρ. Κύπρ. Μ 139· Λεηλ. Παροικ. 472
      • β) ναός αφιερωμένος στην Παναγία:
        • (Διήγ. ωραιότ. 571
        • απηρχόμην προσκυνήσαι εις την Παναγίαν την Οδηγήτριαν (Notizb. 55
      • γ) άρτος που ευλογείται στο όνομα της αγίας Τριάδος και της Θεοτόκου:
        • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 963).

[μτγν. επίθ. πανάγιος. Το θηλ. Παναγία ως ουσ. μτγν. (Lampe) και σήμ., καθώς και ο τ. Παναγιά. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανάγιος -α -ο [panájios] Ε6 : καθ΄ όλα άγιος· αγιότατος: Ο Πανάγιος Tάφος, του Xριστού στην Iερουσαλήμ.

[λόγ. < ελνστ. πανάγιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες