Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμψηφεί [pampsifí] επίρρ. : με όλες ανεξαιρέτως τις ψήφους· με παμψηφία: Εκλέχτηκε ~ πρόεδρος. Tον εξέλεξαν ~ αντιπρόσωπό τους. H απεργία αποφασίστηκε ~. Tο νομοσχέδιο εγκρίθηκε ~. Tο δικαστήριο τους αθώωσε ~.
[λόγ. < ελνστ. παμψηφεί]