Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παμφάγος, επίθ.
-
- α) Που τρώει, καταβροχθίζει τα πάντα, παμφάγος:
- (Καλλίμ. 633), (Γλυκά, Αναγ. 40)·
- β) (μεταφ. προκ. για τον Άδη) αδηφάγος, αχόρταγος:
- (Γλυκά, Αναγ. 380).
[αρχ. επίθ. παμφάγος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που τρώει, καταβροχθίζει τα πάντα, παμφάγος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμφάγος -ος / -α -ο [pamfáγos] Ε14 : 1.για ζώα που τρέφονται με ζωι κές και φυτικές τροφές, σε αντιδιαστολή προς τα σαρκοφάγα και προς τα φυτοφάγα. 2α. (προφ., ειρ.) για άνθρωπο που τρώει τα πάντα και πο λύ· (πρβ. αδηφάγος). β. (μτφ.): Παμφάγες φλόγες, που καίνε τα πάντα.
[λόγ. < αρχ. παμφάγος]