Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπόνηρος, επίθ.· παμπονηρός.
-
- α) Πολύ πονηρός, πανούργος:
- (Γλυκά, Αναγ. 182), (Διήγ. ωραιότ. 54)·
- β) (προκ. για σχέδιο, σκέψη, απόφαση, συμβουλή) δαιμόνιος, ευφυής, πανούργος:
- (Διακρούσ. 10627), (Πτωχολ. α 150).
[αρχ. επίθ. παμπόνηρος. Η λ. και σήμ.]
- α) Πολύ πονηρός, πανούργος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμπόνηρος -η -ο [pambóniros] Ε5 : πάρα πολύ πονηρός· πονηρότατος: Παμπόνηρο ύφος / βλέμμα. Παμπόνηρη σκέψη. Παμπόνηρο σχέδιο / μυαλό. Παμπόνηρη η γριά δεν έπεσε στην παγίδα. ~ σαν αλεπού.
[λόγ. < αρχ. παμπόνηρος `αχρείος΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]