Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμπ η [páb] Ο (άκλ.) : χώρος διακέδασης με μουσική όπου σερβίρονται ποτά, συνήθ. οινοπνευματώδη· (πρβ. μπαρ): Στις ~ του Λονδίνου.
[αγγλ. pub, θηλ. ίσως κατά τη λ. ταβέρνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάμπα η [pámba] Ο25α : μεγάλη πεδινή έκταση γης στη Nότια Aμερική με αραιή και θαμνώδη βλάστηση όπως η στέπα· στέπα της Nότιας Aμερικής.
[λόγ. < αγγλ. pampa < ισπαν. pampa (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπακερός, επίθ.,
- βλ. βαμβακερός.
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπάκιν το,
- βλ. βαμβάκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπάλαιος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ παλιός·
- (εδώ) πολύ ηλικιωμένος:
- παμπάλαιος … γέρων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 389).
- (εδώ) πολύ ηλικιωμένος:
[αρχ. επίθ. παμπάλαιος. Η λ. και σήμ.]
- Πάρα πολύ παλιός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμπάλαιος -η / -α -ο [pambáleos] Ε5, Ε6 : πάρα πολύ παλαιός: Πελώρια παμπάλαιη βελανιδιά. Έθιμο παλαιό, παμπάλαιο, μα ακόμα ζωντανό.
[λόγ. < αρχ. παμπάλαιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμπελοποννησιακός -ή -ό [pampeloponisiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε όλη την Πελοπόννησο ή σε όλους τους Πελοποννησίους: Παμπελοποννησιακό συνέδριο.
[λόγ. παμ- (δες παν-) + πελοποννησιακός]
[Λεξικό Κριαρά]
- πάμπικρος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ πικρός·
- (μεταφ.) που προξενεί μεγάλη στενοχώρια και λύπη:
- Kόσμε γλυκέ και πάμπικρε (Περί ξεν. 208).
- (μεταφ.) που προξενεί μεγάλη στενοχώρια και λύπη:
[<παν‑ + επίθ. πικρός]
- Πάρα πολύ πικρός·
[Λεξικό Κριαρά]
- παμπισσωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Αλειμμένος ολόκληρος με πίσσα:
- στεφάνια … παμπισσωμένα (Αχέλ. 1778).
[<παν‑ + μτχ. παρκ. του πισσώνω]
- Αλειμμένος ολόκληρος με πίσσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- πάμπιστος, επίθ.· υπερθ. παμπιστότατος.
-
- Απόλυτα πιστός, αφοσιωμένος:
- στρατιώται … παμπιστότατοί μου (Αχιλλ. (Smith) N 1178).
- Το ουδ. ως ουσ. στη φρ. λαμβάνω το πάμπιστον = πιστεύω απόλυτα, βεβαιώνομαι για κ.:
- (Διγ. Z 3242).
[<παν‑ + επίθ. πιστός. Επίρρ. ‑α ήδη μτγν. Η λ. τον 4. αι.]
- Απόλυτα πιστός, αφοσιωμένος: