Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παμμέγιστος, επίθ.
-
- 1) Πολύ μεγάλος·
- (μεταφ. προκ. για άνθρωπο) πολύ επιφανής, σπουδαίος:
- παμμέγιστε αυθέντη (Αργυρ., Βάρν. K 278).
- (μεταφ. προκ. για άνθρωπο) πολύ επιφανής, σπουδαίος:
- 2)
- α) (Προκ. για ναό) πολύ μεγάλος σε διαστάσεις, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος:
- (Ψευδο-Σφρ. 4326), (Προσκυν. Κουτλ. 390 13936)·
- β) (προκ. για θαύμα) πολύ μεγάλο, σπουδαίο:
- (Γλυκά, Αναγ. 120).
- α) (Προκ. για ναό) πολύ μεγάλος σε διαστάσεις, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος:
[μτγν. επίθ. παμμέγιστος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]
- 1) Πολύ μεγάλος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμμέγιστος -η -ο [paméjistos] Ε5 : (λόγ.) πάρα πολύ μεγάλος και ιδίως πάρα πολύ σπουδαίος.
[λόγ. παμ- (δες παν-) + μέγιστος]