Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παμμέγεθος, επίθ.· ουδ. παμμεγέθιν.
-
- α) (Προκ. για πράγμα) πολύ μεγάλος σε μέγεθος:
- παμμέγεθος πύργος (Προσκυν. Λαύρ. 874 9415)·
- νήα παμμέγεθον (Ψευδο-Σφρ. 35235)·
- β) (προκ. για ήχο) πολύ δυνατός:
- χλιμιτισμός παμμέγεθος (Διήγ. Αλ. G 271).
[<επίθ. παμμεγέθης αναλογ. με τα επίθ. σε ‑ος]
- α) (Προκ. για πράγμα) πολύ μεγάλος σε μέγεθος: