Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλτό το [paltó] Ο38 πληθ. και παλτό : ένδυμα με μανίκια το οποίο καλύπτει συνήθ. όλο το σώμα και τα πόδια, φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ενδύματα και μας προστατεύει από το δυνατό κρύο του χειμώνα: Bαρύ / χοντρό / ζεστό / μακρύ / γούνινο ~. Aντρικό / γυναικείο / παιδικό ~.
[ιταλ. palto < γαλλ. paletot]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλτουδιά η [paltuδjá] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) το παλτό, συνήθ. σε εκφράσεις θαυμασμού: Tι βλέπω, καινούρια ~;
[παλτ(ό) -ουδιά < -ούδ(ι) -ιά]