Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλτουδιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλτουδιά η [paltuδjá] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) το παλτό, συνήθ. σε εκφράσεις θαυμασμού: Tι βλέπω, καινούρια ~;

[παλτ(ό) -ουδιά < -ούδ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες