Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλούκωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλούκωμα το [palúkoma] Ο49 : 1.ανασκολοπισμός. 2. (μτφ., λαϊκ., προφ.) μεγάλη δυσκολία, δυσχέρεια, πάθημα.

[παλουκώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες