Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλούκι το [palúki] Ο44 : 1.κομμάτι ξύλου (επίμηκες και με αιχμηρό άκρο), το οποίο μπήγουμε στο έδαφος ή σε τοίχο· πάσσαλος: Tα παλούκια ενός φράκτη. Έμπηξε στο χώμα ένα ~ κι έδεσε εκεί το ζώο. Στέκομαι σαν ~, (ειρ.) στέκομαι ακίνητος χωρίς να κάνω τίποτα: Tι στέκεσαι σαν ~ και δε μιλάς; ΦΡ άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, εξώλης και προώλης, κακοποιό στοιχείο, διεφθαρμένος. πηδάω πολλά παλούκια, είμαι άνθρωπος αμφιβόλου ηθικής. 2. (μτφ., λαϊκ., προφ.) για κτ. πάρα πολύ δύσκολο, για δυσκολία ανυπέρβλητη· (πρβ. αγγούρι): Mεγάλο / πολύ ~. Mας έβαλε κάτι παλούκια στις εξετάσεις, θέματα εξαιρετικά δύσκολα.
[μσν. παλούκι(ν) < *παλούκιον < υστλατ. *paluceus κατά τα υποκορ. σε -ιον < λατ. pal(us) υποκορ. -uceus]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλούκι το· παλούκιν· παλούκιον· πληθ. παλούκα.
-
- 1)
- α) Πάσσαλος (ως οικοδομικό υλικό, εδώ σε μεταφ.):
- πήρες (ενν. συ, Χάρο) τους στύλους του σπιτιού και τα παλούκι’ αφήκες (Γεωργηλ., Θαν. 203)·
- (ως εξάρτημα σκηνής):
- (Συναδ. φ. 150v)·
- παλούκα του μίσκαν (Πεντ. Έξ. XXXV 18)·
- β) δοκάρι (εδώ σε μεταφ.):
- πρώτα εβγάλετε το παλούκι από το μάτιν σας (Συναδ. φ. 92v)·
- γ) πάσσαλος μπηγμένος στο έδαφος (για το δέσιμο ζώου):
- (Παρασπ., Βάρν. C 310)·
- (για περίφραξη κτήματος):
- (Λέοντ., Αιν. IV 30)·
- (σε παροιμία):
- Οπού γυναικός ακούει εις χοντρόν παλούκι κρούει (Αιτωλ., Βοηβ. 231).
- α) Πάσσαλος (ως οικοδομικό υλικό, εδώ σε μεταφ.):
- 2)
- α) Μυτερό ραβδί:
- παλούκι να είναι εσέν … και να σκάψεις μετ’ αυτό … και να σκεπάσεις το κοπριό σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 14)·
- β) (ως όργανο βασανισμού):
- εξορύττουσιν τας κόρας αφειδώς με το παλούκιν των ομμάτων του αθλίου (Ερμον. Ω 238· Ασσίζ. 4155)·
- γ) ρόπαλο:
- ηθέλησεν να του τραβίσει μίαν παλουκιάν μετ’ εκείνον το παλούκιον (Μπερτολδίνος 135).
- α) Μυτερό ραβδί:
- 3) Όργανο ανασκολοπισμού:
- ωσάν κανέναν κλέπτη οπού τον δώσουν το παλούκι … και τον παν να τον φουρκίσουν (Συναδ. φ. 67r)·
- (υβριστ.):
- Κάθισμα και παλούκιν εις τον κώλον σου (Σπανός D 211).
[πιθ. <ουσ. πάλος + κατάλ. ‑ούκι ή <μεσν. λατ. *paluceum. Ο τ. ‑ιν στο Meursius. Ο τ. ‑ιον σε σχόλ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλουκιά η [paluká] Ο24 : χτύπημα με παλούκι.
[παλούκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλουκιά η.
-
- Χτύπημα με παλούκι:
- (Μπερτολδίνος 135).
[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]
- Χτύπημα με παλούκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- παλούκιν, παλούκιον το,
- βλ. παλούκι.