Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλουκώνω [palukóno] -ομαι Ρ1 : 1.διαπερνώ το σώμα κάποιου με πάσσαλο· (πρβ. ανασκολοπίζω, σουβλίζω). || υποβάλλω κπ. στο βασανιστήριο να παραμείνει όρθιος και ακίνητος, έως ότου εξαντληθεί πλήρως, δένοντάς τον σε πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος. 2. (μτφ., προφ., λαϊκ.) α. αναγκάζω κπ., συνήθ. φοβίζοντάς τον, να καθίσει κάπου και να μείνει εκεί, ακίνητος και ήσυχος. || (παθ.) κάθομαι· συνήθ. σε προστακτικές εκφράσεις που λέγονται με έντονα αυστηρό, περιφρονητικό και προσβλητικό ύφος, ή περιπαικτικά: Παλουκώσου στη θέση σου και μη βγάλεις τσιμουδιά. Άντε, παλουκωθείτε να φάμε. β. αναθέτω σε κπ. υποχρέωση, εργασία κτλ. επαχθέστατη· φορτώνω: Tους παλούκωσε μ΄ ένα σωρό χρέη και έφυγε. || (συνήθ. παθ.) αναλαμβάνω υποχρέωση, εργασία κτλ. επαχθέστατη· φορτώνομαι: Tην παλουκώθηκα τη δουλειά.
[μσν. παλουκώνω < παλούκ(ι) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλουκώνω.
-
- 1) Ανασκολοπίζω:
- (Χρον σουλτ. 11125)·
- άλλον κρεμνούν, άλλον παλουκώνουν, άλλον κόφτουν το κεφάλιν του (Συναδ. φ. 176r).
- 2) (Για ζώο) δένω σε πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος:
- (Αρμούρ. 26).
[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ανασκολοπίζω: