Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλουκιά η [paluká] Ο24 : χτύπημα με παλούκι.
[παλούκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλουκιά η.
-
- Χτύπημα με παλούκι:
- (Μπερτολδίνος 135).
[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]
- Χτύπημα με παλούκι: