Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλμός ο [palmós] Ο17 : 1.ισχυρή παλινδρομική κίνηση· (πρβ. δόνηση, κραδασμός): ~ χορδής / ελάσματος. 2. καθεμιά από τις παλινδρομικές κινήσεις σώματος που πάλλεται: Οι παλμοί της καρδιάς, χτύποι, σφυγμοί. 3. (μτφ.): Ο ~ της συγκέντρωσης / της διαδήλωσης, ο τόνος, η ζωηρότη τα, τα συνθήματα που επικρατούν κατά τη διάρκειά της. H συγκέντρωση / διαδήλωση είχε παλμό, ένταση, ζωηρότητα. Ο ~ της εποχής, η επικαιρότητα, τα γεγονότα που τη χαρακτηρίζουν. (επιρρ. έκφρ.) με παλμό, με ζωηρότητα.

[λόγ. < αρχ. παλμός & σημδ. γαλλ. oscillation]

[Λεξικό Κριαρά]
παλμός ο.
  • 1) Χτύπος, δόνηση·
    • (εδώ) έντονο καρδιοχτύπι:
      • Τρόμος λοιπόν κατέλαβε … την ψυχήν μου και την καρδίαν μου παλμός (Γλυκά, Στ. 53· Ερμον. Χ 356).
  • 2) Γρήγορη κίνηση των βλεφάρων, ανοιγοκλείσιμο ματιών:
    • νυγμός των οφθαλμών και παλμός συνεχής (Ιερακοσ. 40329).

[αρχ. ουσ. παλμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες