Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλμικός -ή -ό [palmikós] Ε1 : που γίνεται με παλμούς: Παλμική κίνηση. Tα σώματα που παράγουν ήχο θέτουν σε παλμική κίνηση τον αέρα. Οι παλμικές κινήσεις της καρδιάς.
παλμικώς ΕΠIΡΡ με παλμούς: Kινούμαι ~. [λόγ. < ελνστ. παλμικός `αντιληπτός από το σφυγμό΄ σημδ. γαλλ. oscillatoire· λόγ. παλμικ(ός) -ώς]