Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκάρι το,
- βλ. παλληκάριον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκαρία η· παλληκαριά.
-
- 1) Νεανική ηλικία:
- σαν εγίνη Αλέξανδρος εις την παλληκαρία, ερώτησε τον Φίλιππον να πάγει στον Μορέα (Αλεξ. 317).
- 2)
- α) Ανδρεία, γενναιότητα:
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 86)·
- ’σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με την παλληκαριά του (Ερωτόκρ. Β́ 250)·
- β) (στον πληθ.) γενναία πράξη, κατόρθωμα, ανδραγάθημα:
- να γράψεις τα καμώματα και τσι παλληκαριές μου (Φορτουν. Δ́ 251· Ερωτόκρ. Δ́ 1982).
- α) Ανδρεία, γενναιότητα:
[<ουσ. παλληκάριον + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. παλικαργιά) και σήμ. Η λ., καθώς και διάφ. τ., και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Νεανική ηλικία:
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκάριον το· παλληκάρι· παλληκάριν· ονομ. και αιτιατ. πληθ. παλληκαρία· γεν. πληθ. παλληκαρέων· παλληκαρίων.
-
- 1)
- α) Ακόλουθος, σύντροφος πολεμιστή:
- (Χρον. Μορ. P 4818)·
- επήρεν (ενν. ο Διγενής) τα παλληκάρια του, διά να υπάγει εις το κυνήγιον (Διγ. Άνδρ. 35013)·
- β) στρατιώτης, πολεμιστής:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29015)·
- φουσσάτα 'τοίμασε πολλά …, παλληκάρια ευγενικά, όλα αρματωμένα (Σταυριν. 784).
- α) Ακόλουθος, σύντροφος πολεμιστή:
- 2)
- α) Γενναίος, ανδρείος, ικανός μαχητής:
- ευρέθησαν και γυναίκες αρματωμένες …· επολεμούσανε και αυτές ωσάν παλληκάρια (Χρον. σουλτ. 11737· Διακρούσ. 876)·
- β) (γενικ.) άντρας τολμηρός, άφοβος, δυνατός, υπερήφανος:
- σκότωσε λιοντάρι και φέρε μου το δέρμα του, αν είσαι παλληκάρι (Διγ. O 1470· Στάθ. Γ́ 74)·
- φρ. κάνω το παλληκάρι = παριστάνω το δυνατό, το γενναίο:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 170), (Ερωτόκρ. Β́ 818).
- α) Γενναίος, ανδρείος, ικανός μαχητής:
- 3)
- α) Νεαρό αγόρι:
- αγένειον παλληκάριν (Διγ. Esc. 1200)·
- παιδίον ήτον ακομή, έμορφον παλληκάρι (Χρον. Τόκκων 1956)·
- β) νέος άντρας, παλληκάρι:
- είδα τον φουρνάρη, ανδρειωμένο παλληκάρι, εκοιμήθηκα μαζί του (Πτωχολ. B 353).
- α) Νεαρό αγόρι:
- 4) Αρσενικό παιδί, αγόρι, γιος:
- Η μήτηρ συγκληρονομεί τοις ιδίοις εις τα πατρικά αυτών πράγματα, καν κοράσια εισίν, καν παλληκάρια (Ελλην. νόμ. 57829).
- 5) Νεαρός υπηρέτης, βοηθός:
- επήρεν (ενν. ο Αβραάμ) τα δυο παλληκάρια του μετά αυτόν και το Ιτσχάκ τον υιό του (Πεντ. Γέν. XXII 3).
[<μτγν. ουσ. πάλληξ + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. (λ. παλικάρι) και σήμ. Ο τ. ‑ιν, καθώς και άλλοι τ., και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε παπυρ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκαρίτσι(ν) το.
-
- Παλληκαράκι·
- (εδώ ειρων.) ψευτοπαλληκαράς:
- ως είδον τούτους φεύγοντας, μηδόλως στρεφομένους … λέγω αυτοίς … «Φεύγετε τοίνυν, φεύγετε, καλά παλληκαρίτσια …» (Διγ. Z 3575).
- (εδώ ειρων.) ψευτοπαλληκαράς:
[<ουσ. παλληκάριον + κατάλ. ‑ίτσι(ν). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Παλληκαράκι·