Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλλαϊκός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλλαϊκός -ή -ό [palaikós] Ε1 : που γίνεται από όλο το λαό ή στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός· πάνδημος: Παλλαϊκό συλλαλητήριο. Παλλαϊκή διαδήλωση / διαμαρτυρία / κινητοποίηση. ~ συναγερμός. || Παλλαϊκή άμυνα.

[λόγ. παλ- (δες παν-) + λα(ός) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες