Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλκοσένικο το [palkoséniko] Ο41 : ΣYN πάλκο. 1. το σανίδωμα της σκηνής θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος. 2. η δουλειά των καλλιτεχνών του θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος ή ακροάματος: T΄ όνειρό της ήταν να βγει στο ~, να παίζει πιάνο, να τραγουδάει. Bγήκε στο ~ πριν από σαράντα χρόνια.
[ιταλ. palcoscenico]