Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιόσκυλο το [palós
ilo] Ο41 : α.μειωτικός χαρακτηρισμός για σκυλί που δεν είναι ράτσας ή είναι αδέσποτο. β. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο κακό, ανέντιμο. [παλιο-Ι + σκυλ(ί) -ο]