Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλίος ο,
- βλ. βαΐουλος.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιός, επίθ.,
- βλ. παλαιός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιός -ά -ό [palós] Ε2 : 1.που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρξε στο παρελθόν· ANT νέος, καινούριος: Παλιά πόλη. Παλιά Aθήνα. Παλιά νοσταλγικά τραγούδια. Παλιά ήθη. Παλιά, παμπάλαιη εκκλησία. Iστορίες παλιές που τις είχα ακούσει από τον παππού μου. Nοσταλγούσαν τα παλιά καλά χρόνια. Παλιά μόδα, περασμένη. Παλιό σύστημα εξετάσεων. Παλιό κρασί. Παλιοί καλοί φίλοι. ΦΡ παλιοί λογαριασμοί*. ξύνω παλιές πληγές*. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. || που έχει αντικατασταθεί από κτ. καινούριο: Παλιά μορφή ενός κειμένου. Παλιά / παλιότερη έκδοση. 2. για πράγμα φθαρμένο από το χρόνο και τη χρήση: Παλιά ρούχα. Πέταξε όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασε καινούρια. ~, μισογκρεμισμένος τοίχος. Tυλίχτηκε με μια παλιά, όλο τρύπες κουβέρτα. ΦΡ γράφω* κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια / τεφτέρια. || πολύ παλιός και φθαρμένος: Είναι ~, για πέταμα. 3α. που ασχολείται από πολύ καιρό με συγκεκριμένη δραστηριότητα και γι΄ αυτό είναι πεπειραμένος: ~ καραβοκύρης. Παλιά νοικοκυρά. β. (στρατ., οικ.) για στρατιώτη που έχει συμπληρώσει μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του θητείας, συνήθ. ως ουσ.: Οι παλιοί δε μας άφηναν να πάμε στο KΨM. || ΦΡ παλιά καραβά να*. η παλιά φρουρά*. 4. που εφαρμόζει μεθόδους ξεπερασμένες, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του: ~ γιατρός. Παλιά μοδίστρα. 5. (για ονόματα πόλεων κτλ.) που υπήρξε πριν από άλλο ομώνυμο ή σύγχρονο: Παλιό Φάληρο. 6. (ως ουσ.) α. οι παλιοί, οι πρόγονοι: Οι παλιοί πέρασαν πολλές κακουχίες. β. τα παλιά, τα περασμένα: Aναπολώ με νοσταλγία τα παλιά.
παλιά ΕΠIΡΡ κατά το παρελθόν: Εδώ που τώρα βλέπεις τις καμινάδες των εργοστασίων ~ υπήρχαν πανύψηλες λεύκες. Παλιότερα γι΄ αυτή τη διαδρομή παίρναμε το τρενάκι. (επιρρ. έκφρ.) από ~, αορίστως από μια περασμένη χρονική περίοδο, από το παρελθόν: Γνωριζόμα στε από ~. [μσν. παλιός < αρχ. παλαιός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιοσκρόφα η [paloskrófa] Ο25α : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας.
[παλιο-Ι + σκρόφα2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιόσκυλο το [palós
ilo] Ο41 : α.μειωτικός χαρακτηρισμός για σκυλί που δεν είναι ράτσας ή είναι αδέσποτο. β. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο κακό, ανέντιμο. [παλιο-Ι + σκυλ(ί) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιοσπεντονάδα η· παλιοσπελτονάδα.
-
- Παλιά σπεντονάδα (είδος όπλου, πιθ. ακόντιο)·
- (συνεκδ., σε κατάρα) βολή «παλιοσπεντονάδας», κονταριά:
- Μια παλιοσπελτονάδα ογού, να σὄρθει, βούβαλε (Φορτουν. Β́ 70).
- (συνεκδ., σε κατάρα) βολή «παλιοσπεντονάδας», κονταριά:
[<επίθ. παλιός + ουσ. σπεντονάδα (βλ. ά.)]
- Παλιά σπεντονάδα (είδος όπλου, πιθ. ακόντιο)·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιόσπιτο το [palóspito] Ο41 : (προφ.) α. μειωτικός χαρακτηρισμός για σπίτι παλιό ή καταστραμμένο. β. οίκος ανοχής.
[παλιο-Ι + σπίτ(ι) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιόσπιτο(ν) το,
- βλ. παλαιόσπιτον.