Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιούρι το [palúri] Ο44 : είδος θάμνων με ακανθώδη κλαδιά, με τα οποία συνήθ. περιφράσσουν αγρούς, στάνες κτλ.
[*παλιούριον υποκορ. του αρχ. παλίουρος ὁ, ἡ]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιουρίλας ο.
-
- Τόπος γεμάτος παλιούρια:
- Περιεκτικόν (ενν. είδος): ελαιώνας, καλαμιώνας, παλιουρίλας (Σοφιαν., Γραμμ. 45).
[<ουσ. παλιούρι + κατάλ. ‑ίλας]
- Τόπος γεμάτος παλιούρια: