Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιοπάπουτσο το.
-
- Παλιό και φθαρμένο παπούτσι:
- (Αγαπ., Γεωπον. 267).
[<επίθ. παλιός + ουσ. παπούτσι. Η λ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. παπούτζη) και σήμ. (Κριαρ.)]
- Παλιό και φθαρμένο παπούτσι: