Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιο
58 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιο- [pao] & παλιό- [paó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 2 [pa], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I1α. προσδίδει μειωτική, αρνητική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-, βρομο-): παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, ~κόριτσο, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόσπιτο, ~σχολείο, παλιόχαρτο. β. συχνά εξυπακούεται η κακή απόδοση ή η κακή κατάσταση από την πολλή χρήση ή λειτουργία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κάραβο, ~σίδερο, ~ψηστιέρα. γ. συχνά μειωτικά από ηθική άποψη: παλιόγερος, ~γυναίκα, ~δουλειά. 2. (συνήθ. για πρόσωπα) με θετική σημασία προσδίδει στο β' συνθετικό το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: ~παρέα, παλιόφιλος. II. αποτελεί τον προφορικό τύπο λόγιων λέξεων με α' στοιχείο παλαιο-: ~ημερολογίτης και παλαιοημερολογίτης.

[I: θ. του επιθ. παλι(ός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: προσαρμογή στη δημοτ. του λόγ. παλαιο- με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιοβραχοδαρμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. παλαιοβραχοδαρμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοβρόμα η [palovróma] Ο25 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· τσούλα, παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοκόριτσο: Παράτησε τα παιδιά της, η ~, και γυρίζει με τον έναν και τον άλλο.

[παλιο-Ι + βρόμα]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιογάιδαρος ο,
βλ. παλαιογάιδαρος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιόγερος ο [palójeros] Ο20 θηλ. παλιόγρια [palóγria] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.

[παλιο-Ι + γέρος, γριά]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιογιβεντισμένος, μτχ. επίθ.
  • (Υβριστ. προκ. για πόρνη) διαπομπευμένος, εξευτελισμένος:
    • (Σαχλ. N 403).

[<παλιο‑ + μτχ. παρκ. του γιβεντίζω (βλ. ά.)]

[Λεξικό Κριαρά]
παλιογουνέλα η.
— Πβ. παλαιογούνελον.
  • Παλιά και φθαρμένη γουνέλα (βλ. ά.):
    • (Ριμ. Απολλων. [341]).

[<επίθ. παλιός + ουσ. γουνέλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιογυναίκα η [palojinéka] Ο25 : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· παλιοβρόμα, παλιογύναικο, παλιοθήλυκο. || πόρνη.

[παλιο-Ι + γυναίκα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιογύναικο το [palojíneko] Ο41 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοβρόμα.

[παλιο-Ι + γυναίκ(α) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοδουλειά η [paloδulá] Ο24 : 1.δουλειά, δραστηριότητα από ηθική άποψη επιλήψιμη (ανήθικη, ύποπτη, παράνομη κτλ.). 2. δουλειά, εργασία που είναι γενικώς επαχθής (δύσκολη, ανιαρή, επικίνδυνη κτλ.) και συνήθ. δεν προσφέρει σημαντική ικανοποίηση (ηθική ή υλική): Πού τη βρήκες κι εσύ τέτοια ~, να πρέπει να σηκώνεσαι από τις πέντε τα χαράματα;

[παλιο-Ι + δουλειά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες